Τα όρια του Πάρκου έχουν χαραχθεί με σαφήνεια και αγκαλιάζουν μία μεγάλη έκταση συνολικού εμβαδού 361,4 106 τ.μ. (ή 361,4 εκτάρια).
Το Πάρκο χαρακτηρίζεται από μία ευρεία ποικιλία στοιχείων του αβιοτικού και βιοτικού περιβάλλοντος και αποτελεί έναν μοναδικό γεωτουριστικό προορισμό.
Η ανατολική Κρήτη και ιδίως η περιοχή της Σητείας είναι μια από τις πιο σημαντικές και ιδιαίτερες περιβαλλοντικά περιοχές της Κρήτης. Η γεωγραφική της θέση στο ανατολικό άκρο του νησιού που επέτρεψε την ανταλλαγή ειδών από τη Μικρά Ασία, σε συνδυασμό με το έντονα ξηροθερμικό κλίμα που επικρατεί στην περιοχή, δημιούργησε ένα μωσαϊκό οικοτόπων και οικοσυστημάτων, μερικά από τα οποία, όπως το φοινικόδασος του Βάι, είναι μοναδικά για την περιοχή της Μεσογείου.
Τα οικοσυστήματα που επικρατούν στην περιοχή είναι κυρίως οι θαμνότοποι, η χαμηλή δηλαδή βλάστηση που αποτελείται κυρίως από φρύγανα, αρωματικά φυτά και τα αντίστοιχα ασπόνδυλα, ερπετά και θηλαστικά που ζουν σε αυτές τις περιοχές. Μεγάλα δασικά οικοσυστήματα ή συστάδες δένδρων δεν εμφανίζονται στην περιοχή, εκτός από το Φοινικόδασος του Βάι όπου κυριαρχεί ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti), και τις μικρές συγκεντρώσεις πρίνων (Quercus coccifera), πλατάνων (Platanus orientalis) και χαρουπιών (Ceratonia siliqua), συνήθως μέσα σε φαράγγια και ρεματιές.
Οι οικότοποι που παρατηρούνται στην περιοχή και έχουν καταγραφεί στις περιοχές του δικτύου NATURA 2000 είναι οι συγκεντρώσεις αρκεύθων (Juniperus prhoenicea) σε παραθαλάσσιες αμμοθίνες όπως στην περιοχή Χρυσή Άμμος στο Βάι και στην παραλία Κατσουνάκι στον Ξερόκαμπο, η θαμνώδης βλάστηση και τα φρύγανα που κυριαρχούν σε όλη την περιοχή του πάρκου, τα μεσογειακά οικοσυστήματα στεππικής φυσιογνωμίας με αγροστώδη της ορεινής ζώνης, οι βραχώδεις οικότοποι στις απότομες πλαγιές και τα φαράγγια, οι ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή, οι συστάδες φοίνικα του Θεόφραστου, τα υγροτοπικά συστήματα και οι Μεσογειακές μικρές λίμνες που περιοδικά κατακλύζονται με νερά και τέλος η γεωργική γη και οι καλλιέργειες, κυρίως με αμπελώνες και ελαιώνες.
Ιστορία
Η επαρχία Σητείας βρίθει αρχαιολογικών θέσεων, τόπων μνήμης και ιστορίας. Το παρελθόν της Ανατολικής Κρήτης μελετάται εντατικά ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν περιηγητές και μελετητές κατέφθαναν για να καταγράψουν την ιστορία της, ενώ τότε ξεκίνησαν και οι πρώτες ανασκαφές.
Η Νεολιθική παρουσία στο ανατολικό άκρο της Κρήτης επιβεβαιώνεται από ποικίλα ευρήματα, σκεύη και εργαλεία, όπως αυτά της σημαντικής νεολιθικής οικίας στο Μαγκασά και σπηλαίων όπως το Μικρό Κατωφύγι και τα Πελεκητά.
Κατά την Εποχή του Χαλκού το ανατολικό άκρο του νησιού, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αποτέλεσε την πύλη της Κρήτης προς τα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Η οργάνωση του εμπορίου, οι συναλλαγές και η συγκέντρωση αγαθών οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων, όπως το Παλαίκαστρο. Ακόμα ο Πετράς και η Ζάκρος υπήρξαν πόλεις-λιμάνια με κεντρικά κτήρια δημόσιου χαρακτήρα και δραστηριότητες τόσο διοικητικές, όσο και θρησκευτικές, στο πρότυπο των υπόλοιπων μινωικών «ανακτόρων».
Πάνω από τα ερείπια του Παλαικάστρου συναντάμε από τη Γεωμετρική περίοδο και έπειτα τον περίφημο ναό του Δικταίου Διός, για τον έλεγχο και τα πλούσια εισοδήματα του οποίου βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη οι τρεις ισχυρότερες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης των ιστορικών χρόνων: η Πραισός, η Ίτανος και η Ιεράπυτνα. Από αυτές η Πραισός (βόρεια του Χανδρά) θεωρήθηκε κέντρο των Ετεοκρητών, των παλαιών δηλαδή κατοίκων του νησιού που αποσύρθηκαν εδώ μετά την εισβολή των Δωριέων περισώζοντας το «μινωικό» χαρακτήρα της γλώσσας, της θρησκείας και της λατρείας τους. Η Ίτανος, υπήρξε σπουδαίο λιμάνι και σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Κρήτης, που πλούτισε από το εμπόριο πρώτων υλών με τους Φοίνικες και διατήρησε την αίγλη της μέχρι την εγκατάσταση των Ρωμαίων στο νησί. Οι πόλεις αυτές κατά την Κλασική περίοδο είχαν το δικό τους πολίτευμα (βασιλεία, δημοκρατία) και λειτουργούν στο πρότυπο των πόλεων-κρατών του ηπειρωτικού χώρου. Συχνά μαρτυρούνται αντιπαλότητες και πόλεμοι μεταξύ τους μέχρι την Ελληνιστική Περίοδο.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η οικονομία του νησιού είναι κυρίως αγροτική και ποιμενική. Το πλήθος όμως των παλαιοχριστιανικών ναών, όπως εκείνων της Ιτάνου, αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία σχετικού πλούτου και σταθερότητας. Από τα μέσα του 7ου μ. Χ. αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται η αραβική απειλή και τα κρητικά παράλια συχνά υπέφεραν από τις επιδρομές του αραβικού στόλου (π.χ. καταστροφή Ιτάνου). Κατά την εγκατάσταση των Αράβων στην Κρήτη ιδρύεται ένα ιδιότυπο αραβικό εμιράτο που στηρίζει την επιβίωσή του στην πειρατεία και στην οικονομική καταπίεση του ντόπιου πληθυσμού. Με την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά (961 μ.Χ.) και την επανασύνδεσή της με τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξεκινάει μια νέα περίοδος στην ιστορία της.
Στις αρχές του 17ου αιώνα δημιουργήθηκε το κορυφαίο έργο της κρητικής λογοτεχνίας, ο «Ερωτόκριτος», έμμετρο ερωτικό ποίημα του Σητειακού Βιτσέντζου Κορνάρου. Σήμερα επίσης συναντάμε λαμπρά δείγματα της εποχής εκείνης, όπως την ιστορική σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής ή Τοπλού, έργο του 15ου αιώνα, αλλά και τα χωριά Ετιά και Βόιλα, όπου σώζονται σημαντικά βενετσιάνικα κτίσματα (πύργοι, ναοί, οικίες).
Πηγή: sitia-geopark.gr